θαυματοποιία

θαυματοποιία
η
1) искусство фокусника; фокусничество; 2) см. θαυματουργία 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θαυματοποιία" в других словарях:

  • θαυματοποιία — θαυματοποιίᾱ , θαυματοποιία conjuring fem nom/voc/acc dual θαυματοποιίᾱ , θαυματοποιία conjuring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιίᾳ — θαυματοποιίαι , θαυματοποιία conjuring fem nom/voc pl θαυματοποιίᾱͅ , θαυματοποιία conjuring fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιία — η (Α θαυματοποιία) [θαυματοποιός] το έργο τού θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.) αρχ. 1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο 2. θαυμάσιο έργο, θαύμα …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποιία — η εκτέλεση θαυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαυματοποιίας — θαυματοποιίᾱς , θαυματοποιία conjuring fem acc pl θαυματοποιίᾱς , θαυματοποιία conjuring fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιίαι — θαυματοποιία conjuring fem nom/voc pl θαυματοποιίᾱͅ , θαυματοποιία conjuring fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιίαν — θαυματοποιίᾱν , θαυματοποιία conjuring fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιιῶν — θαυματοποιία conjuring fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιίαις — θαυματοποιία conjuring fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιικός — θαυματοποιικός, ή, όν (Α) [θαυματοποιός] 1. αυτός που ανήκει στη θαυματοποιία ή στη γοητεία 2. το θηλ. ως ουσ. η θαυματοποιική (ενν. τέχνη) η θαυματοποιία …   Dictionary of Greek

  • ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»